Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η ιστορία του νοσοκομείου του Βόλου


Το 1854 το Πήλιο, η περιοχή του Βόλου και η Θεσσαλία γενικότερα μαστίζονταν από τη χολέρα. Η επιστήμη της ιατρικής ήταν εντελώς άγνωστη και για να θεραπεύσουν οι άνθρωποι τις διάφορες ασθένειες της εποχής, χρησιμοποιούσαν γιατροσόφια και θρησκευτικές τελετουργίες. Η κατάσταση της χολέρας έκανε επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός υποτυπώδους συστήματος υγείας και περίθαλψης για τον πολίτη στον τουρκοκρατούμενο Βόλο, ο οποίος δε διέθετε εκείνη την περίοδο καμία κρατική πρόνοια στον τομέα της υγείας.
Έτσι, την Πρωτομαγιά του 1874 ιδρύθηκε η Φιλελεήμων αδελφότητα ή αδελφάτο, σε ένα ταπεινό παντοπωλείο της περιοχής από «άδημους» παντοπώλεις που είχαν ως στόχο την ίδρυση ενός νοσοκομείου.
Τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του αδελφάτου, κύρια μέριμνά του αποτελούσε η φιλανθρωπία, ενώ η ίδρυση του νοσοκομείου έμελλε να γίνει μέσα στα επόμενα χρόνια.
Τον Ιανουάριο του 1884 κατατέθηκε στο δημοτικό συμβούλιο μια πρόταση σχετικά με την ανέγερση και συντήρηση πολιτικού νοσοκομείου σε μια εποχή όπου η φιλανθρωπία υποκαθιστούσε κυριολεκτικά την κρατική κοινωνική πολιτική.
Έτσι, στα τέλη του 1884 ο δήμαρχος Ιωάννης Καρτάλης πρότεινε να αναγραφεί στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους το ποσό των 10.000 δρχ για την ανέγερση νοσοκομείου σε οικόπεδο του δήμου, καθώς ο πληθυσμός του Βόλου συνεχώς αυξάνονταν και η δημιουργία ενός πολιτικού νοσοκομείου αποτελούσε πλέον επιτακτική ανάγκη.
Η πρόταση του δημοτικού συμβουλίου για την ανέγερση πολιτικού νοσοκομείου έγινε τελικά δεκτή από τη βουλή και έτσι στις 19 Μαίου του 1885 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα, με το οποίο αποφασίστηκε η μετατροπή του κανονισμού του αδελφάτου.
Το αδελφάτο στο εξής ανέλαβε μια σειρά από αρμοδιότητες, όπως την αναζήτηση κτιρίου όπου θα στέγαζε το νοσοκομείο, την εύρεση του απαραίτητου εξοπλισμού για το νοσοκομείο, το διορισμό προσωπικού, καθώς και τη μέριμνα για την οργάνωση, τη συντήρηση, την επέκταση και την ορθή λειτουργία του νοσοκομείου.
Το 1885 το νοσοκομείο βρίσκεται στην αρχή της λειτουργίας του και έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, οικονομικής κυρίως φύσεως. Το θέμα της συντήρησης του νοσοκομείου αποτελούσε το βασικότερο πρόβλημα που απασχολούσε τα μέλη του αδελφάτου, καθώς οι πόροι που διέθεταν ήταν σχεδόν μηδενικοί.
Έτσι, μια πρώτη σκέψη ήταν η αναζήτηση χορηγιών από ομογενείς του Καϊρου, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της Ρουμανίας. Η ανταπόκριση τελικά υπήρξε θετική και ο θεσμός της χορηγίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξελικτική πορεία του νοσοκομείου.
Από το τέλος του 1899, την προεδρία του αδελφάτου ανέλαβε ο Νικόλαος Γεωργιάδης. Ο Γεωργιάδης αποτελούσε μια πολύπλευρη προσωπικότητα. Ο ίδιος γιατρός στο επάγγελμα και με σπουδές στο εξωτερικό, έπαιξε με την πολυσχιδή δράση του καθοριστικό ρόλο στην πορεία της πόλης και του νοσοκομείου.
Επί δημαρχίας του έγιναν πάρα πολλά αξιόλογα έργα υποδομής στο Βόλο, ενώ όσον αφορά το νοσοκομείο όνειρό του ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου, με όλα τα μέσα, νοσοκομείου που θα κάλυπτε τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες της πόλης.
Έτσι, στις 15 Οκτωβρίου του 1900, με τη χορηγία των ευπατρίδων Κων/νου και Νικολάου Αχιλλοπούλου, στη μνήμη του πατέρα τους Ευάγγελου, θεμελιώθηκε το πρώτο νοσοκομείο σε οικόπεδο που επιλέχθηκε στη τοποθεσία του Αναύρου. Τη μεγάλη αυτή δωρεά των αδερφών Αχιλλοπούλου αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη το διοικητικό συμβούλιο της αδελφότητας και εξέδωσε ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο το νοσοκομείο θα είχε την επωνυμία Αχιλλοπούλειο.
Το κτίριο άρχισε να κατασκευάζεται στη σημερινή του θέση, με πρόσοψη προς τη θάλασσα, αλλά και προς την οδό Πολυμέρη. Το νοσοκομείο αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα κτίρια στην Ελλάδα και ήταν το δεύτερο σε μέγεθος νοσοκομειακό ίδρυμα, μετά το Ευαγγελισμό των Αθηνών.
Το κτίριο ήταν λιθόκτιστο και με ξύλινες στέγες, οι οποίες ήταν καλυμμένες με κεραμίδια βυζαντινού τύπου. Η κύρια κατασκευή αναπτύσσονταν σε δύο στάθμες, το ημιυπόγειο και το ισόγειο και είχε σχεδιαστεί σε αυστηρά νεοκλασικό ρυθμό.
Η κάτοψη ακολουθούσε την τυπική διάταξη των πολιτικών νοσοκομείων και οργανώνονταν σε δύο ξεχωριστές πτέρυγες. Στο κεντρικό χώρο του κτιρίου η οργάνωση ήταν απλή και σχηματίζονταν από δύο προθάλαμους, έναν για κάθε είσοδο. Στο ισόγειο του κεντρικού πυρήνα υπήρχε η διεύθυνση του νοσοκομείου, η αίθουσα του συμβουλίου, το χειρουργείο και το φαρμακείο, ενώ στο ημιυπόγειο υπήρχε το μαγειρείο και τα δωμάτια προσωπικού. Γενικά η οργάνωση των κατόψεων και η διαμόρφωση των όψεων του κτιρίου ακολουθούσαν τις αρχές της απόλυτης συμμετρίας, ενώ ήταν παράλληλα και απόλυτα συμμετρικά ως προς τον κεντρικό κατακόρυφο άξονα συμμετρίας του κτιρίου.
Παρά το μεγάλο αριθμό των δωρεών, το νοσοκομείο συντηρούνταν κυρίως αό ετήσιες χορηγίες του δήμου Παγασών. Εκείνη την περίοδο λοιπόν τέθηκε η πρόταση μετατροπής του νοσοκομείου σε δημοτικό ίδρυμα. Κατά τη γενική συνέλευση που έγινε στις 16 Απριλίου 1908, υπό την προεδρία του δημάρχου Ιωάννη Καρτάλη, η πρόταση, παρά τις κάποιες αντιδράσεις, έγινε δεκτή.
Από τότε το νοσοκομείο, με τη βοήθεια κάποιων χορηγιών από ευγενείς συμπολίτες Πηλιορίτες ή ομογενείς Αιγύπτιους, λειτουργούσε κανονικά και μπορούσε να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του.
Η κοινωνική προσφορά του νοσοκομείου υπήρξε μεγάλη, ιδιαίτερα στις αρχές του 1920, όταν ο Βόλος δέχθηκε ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων, ήταν λογικό να δημιουργηθούν κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, κίνδυνοι τους οποίους το νοσοκομείο καλούνταν να αντιμετωπίσει.
Εκτός απ’ την εγκατάσταση των προσφύγων το καλοκαίρι του 1921, έχουμε την εγκατάσταση στην Ελλάδα ενός μεγάλου αριθμού Ρώσων στρατιωτικών από τη νότια Ρωσία, που ήρθαν στη χώρα μας ύστερα από μια αποτυχημένη εκστρατεία που έλαβε χώρα στην Ουκρανία. Μετά την αποτυχία των συμμάχων, οι Ρώσοι αποχώρησαν και αρκετοί εγκαταστάθηκαν σε σκηνές στην περιοχή του Ξηρόκαμπου, όπου οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης εκεί προκάλεσαν νέες ασθένειες και καινούριους κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
Για να αντιμετωπίσει αυτές τις ανάγκες το αδελφάτο αποφάσισε την πρόσληψη για τέσσερις μήνες έκτακτου προσωπικού, το οποίο θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των Ρώσων ασθενών.
Το 1922 έχουμε και την εγκατάσταση στην πόλη του Βόλου των προσφύγων της Μ. Ασίας, εγκατάσταση που προκάλεσε με τη σειρά της καινούρια προβλήματα, που καλούνταν κάθε φορά το νοσοκομείο του Βόλου να αντιμετωπίσει.
Εκτός από την εγκατάσταση των προσφύγων και άλλων πληθυσμών, το νοσοκομείο του Βόλου είχε να αντιμετωπίσει και τις δύσκολες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το νοσοκομείο διέκοψε τη νοσηλευτική του δράση για τους άπορους κατοίκους της περιοχής, καθώς δημιουργήθηκαν νέες σοβαρότερες ανάγκες, όπως ήταν η νοσηλεία των τραυματισμένων στρατιωτών. Έτσι το δημοτικό νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο οίκημα Περβανά και το Αχιλλοπούλειο φιλοξενούσε το δεύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο της περιοχής.
Με την εισβολή των Γερμανών τον Απρίλιο του 1941, έχουμε την επιστροφή του δημοτικού νοσοκομείου από το κτίριο Περβανά όπου στεγάζονταν, στο Αχιλλοπούλειο, το οποίο έπαψε πλέον να λειτουργεί ως δεύτερο στρατιωτικό νοσοκομείο και έτσι στις 16 Μαΐου του 1941, το νοσοκομείο λειτουργούσε και πάλι όπως ήταν.
Στα μαύρα χρόνια της κατοχής, εκεί όπου τα σημάδια της ανθρώπινης αθλιότητας ήταν πανταχού παρόντα, το νοσοκομείο έδωσε και πάλι το παρόν, λειτουργώντας για άλλη μια φορά δυναμικά και πάλι δίπλα στο πλευρό των πολιτών. Η πρωτοχρονιά του 1942 βρίσκει την πόλη του Βόλου ρημαγμένη, καθώς η φυματίωση σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, οι μαυραγορίτες οργιάζουν, ο πληθωρισμός λειτουργεί ανεξέλεγκτα, τα φαρμακεία δεν υπάρχουν και ο κόσμος πεθαίνει καθημερινά. Οι κατακτητές επιθυμούν οι οίκοι ανοχής να παραμείνουν ανοιχτοί με συνέπεια την εξάπλωση αφροδίσιων νοσημάτων, καθώς λείπουν τα απαραίτητα φάρμακα. Το δημοτικό νοσοκομείο για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση, διαθέτει μια αίθουσα με τρεις κλίνες αρχικά, για τις γυναίκες ελεύθερων ηθών που έπασχαν από αφροδίσια νοσήματα.
Ακολουθεί το 1944 ο εμφύλιος πόλεμος που έμελλε να κρατήσει εμπόλεμη την Ελλάδα ως το 1949. Οι ανάγκες και τα ελλείμματα της Ελλάδας είναι πολλά και η οικονομική δυσπραγία κυριαρχεί σε όλους τους τομείς. Η πόλη είναι κατεστραμμένη από το βομβαρδισμό και δε λειτουργεί τίποτα. Το νοσοκομείο εξακολουθεί να προσφέρει βοήθεια στις άπορες κοινωνικές τάξεις και σε πολλούς τραυματισμένους του ΕΛΑΣ οι οποίοι βρίσκονται σε άθλια κατάσταση και προέρχονται από το διαλυμένο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λάρισας.
Στις αρχές του 1950, το κράτος αρχίζει να αναδιοργανώνεται και να κλείνει τις πληγές που άφησε πίσω του η ξενική κατοχή και ο εμφύλιος. Το νοσοκομείο, έχοντας περάσει όλες αυτές τις περιπέτειες και τους αγώνες, συνεχίζει να προσφέρει εγκάρδια τις υπηρεσίες του στην τοπική κοινωνία.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, με βασιλικό διάταγμα της 28ης Απριλίου, καταργείται η Φιλελεήμων αδελφότητα και το ίδρυμα γίνεται κρατικό, ανήκοντας πλέον στο υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας και υγείας.
Η μετατροπή αυτή συνέπεσε με τους καταστροφικούς σεισμούς το ’55, που μετέτρεψαν την πόλη του Βόλου σε πόλη ερείπιο. Νέα προβλήματα και νέες ανάγκες δημιουργήθηκαν, καθώς οι άνθρωποι βρέθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη να ζούνε σε σκηνές. Το νοσοκομείο συνέχισε να λειτουργεί για να αντιμετωπίσει τις νέες καταστάσεις που προέκυπταν κάθε φορά και να δίνει πάντα με το δυναμικό του ρόλο το παρόν.
Η κοινωνική προσφορά του νοσοκομείου ήταν μεγάλη, κυρίως στις δύσκολες εποχές, όπως ήταν η μικρασιατική καταστροφή, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και οι σεισμοί του ’55.
Το νοσοκομείο κατάφερε να φέρει εις πέρας το έργο του, χάρη στο καταξιωμένο ιατρικό προσωπικό, που αποτελούνταν από γιατρούς με γνώσεις και υψηλό συναίσθημα ευθύνης, οι οποίοι παρά τα πενιχρά μέσα της εποχής που διέθεταν, εργάστηκαν υποδειγματικά με ευσυνειδησία και αυταπάρνηση, προσφέρονταν απλόχερα τις υπηρεσίες τους στην τοπική (και όχι μόνο) κοινωνία του Βόλου.


Βιβλιογραφία:
Το Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο Βόλου, Επιμέλεια έκδοσης: Αννίτα Πράσσα, Χαράλαμπος Σκουλάκης, Φίλοι Νοσοκομείου Βόλου, Βόλος, 2007

Το κάστρο της Νταμούχαρης


Η Νταμούχαρη, μια από τις ωραιότερες παραλίες του ανατολικού Πηλίου, που διατηρεί σχεδόν αψεγάδιαστη την άγρια παρθένα ομορφιά της, αποτελούσε εδώ και αιώνες ένα μοναδικό φυσικό λιμάνι και την πρώτη σκάλα της περιοχής, που παρείχε στο παρελθόν ασφάλεια στους κατοίκους του ανατολικού Πηλίου, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Ο κόρφος της Νταμούχαρης χωρίζεται σε δύο μικρότερους κόρφους, τους γνωστούς δίδυμους κόρφους της περιοχής, σχηματίζοντας δύο φυσικές αγκαλιές: την παλιά, η οποία είναι μεγαλύτερη και την καινούρια, όπου υπάρχει και η αντίστοιχη παραλία. Ο λόφος που σχηματίζεται μεταξύ των δύο κόρφων της Νταμούχαρης δεν είναι τίποτα άλλο από μία κακοτράχηλη, βραχώδη γλώσσα, πάνω στην οποία βρίσκονται τα κατάλοιπα του παλιού κάστρου.
Στην περιοχή της Νταμούχαρης δεν έχουν γίνει οι απαραίτητες ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να σχηματίσουμε έστω μια αδρή εικόνα για την ιστορία του κάστρου. Κατά το παρελθόν έχουμε μαρτυρίες, από διάφορους μελετητές, οι οποίοι πλησίασαν στην περιοχή, αλλά ποτέ δεν έφτασαν στο λόφο του κάστρου.
Ο Κορδάτος είχε δώσει κάποια στοιχεία για την τοποθεσία, αλλά είναι φανερό από τις αντιφάσεις του πως ποτέ δεν επισκέφτηκε το λόφο. Ο Γάλλος περιηγητής Meziere, ο οποίος είχε γυρίσει όλο το Πήλιο, από το 1850, όπως ο ίδιος ομολογεί δεν επισκέφτηκε το κάστρο λόγω κάποιας αδιαθεσίας που ένιωθε εκείνη την περίοδο. Τέλος, ο Αρβανιτόπουλος είχε επισκεφτεί στις αρχές του αιώνα το γειτονικό κάστρο της Καραβοστασίας, αλλά όπως ο ίδιος δήλωσε δεν επισκέφτηκε ποτέ το κέντρο της Νταμούχαρης.
Κατά το παρελθόν πολλοί επίσης λόγιοι και μελετητές δε δίστασαν να συνδέσουν τη συγκεκριμένη τοποθεσία με κάποια αρχαία μαγνητική πόλη, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ποτέ επισκεφτεί το λόφο και χωρίς να έχει γίνει η αντίστοιχη αρχαιολογική έρευνα όπου θα έδινε και τα απαιτούμενα τεκμήρια.
Στο λόφο του κάστρου δεν έχουν διαπιστωθεί κατά το παρελθόν αξιόλογα επιφανειακά τεκμήρια, κάτι που κάνει πολύ δύσκολη την απόπειρα ταύτισης του κάστρου με κάποιον αρχαίο οικισμό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απουσία κάθε αρχαιολογικής μελέτης και έρευνας, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σχετικά με την ταυτότητα του κάστρου και το ρόλο που αυτό είχε στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες του μελετητή Κώστα Λιάπη, το κάστρο δε φαίνεται να έχει καμία σχέση με την αρχαιότητα και στην περιοχή αυτή δεν αντιστοιχεί καμία αρχαία πόλη της Μαγνησίας. Το κάστρο πιθανότατα χρονολογείται στα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθώς αποτελεί ένα τυπικό βυζαντινό οχυρό, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε και από τους Βενετσιάνους, όταν αυτοί εκμεταλλεύτηκαν το λιμάνι της Νταμούχαρης για κάποιο χρονικό διάστημα. Το κάστρο χρησιμοποιήθηκε επίσης και από τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής, όσο καιρό αυτοί ήταν εγκατεστημένοι στην παραλία της Νταμούχαρης, καθώς τους προσέφερε προστασία από τους πειρατές.
Από τις αρχές του περασμένου αιώνα το λιμάνι της Νταμούχαρης απέκτησε μεγάλη εμποροναυτική ακμή, η οποία συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του ίδιου αιώνα. Πλήθος μαγαζιών και αποθηκών, καθώς και η ύπαρξη ενός τούρκικου τελωνείου, τα οποία σώζονται ακόμη, αποτελούν μάρτυρες της οικονομικής δύναμης εκείνης της εποχής.
Τον 11ο αιώνα, σύμφωνα με τον Κώστα Λιάπη, το κάστρο της Νταμούχαρης πρέπει να βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία και να προστάτευε τους καλόγηρους και τους «προκαθήμενους» του παλαιότερου μοναστηριού, που ήταν αφιερωμένο στον προστάτη των ναυτικών Άγιο Νικόλαο. Η μονή πρέπει να κτίστηκε ή να ανακαινίστηκε το 1744 (σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, από την οποία δεν καταλαβαίνουμε αν η χρονολογία αφορά το χρόνο ανακαίνισης της μονής ή το χρόνο ίδρυσής της) και πλουτίστηκε τις αρχές του 19ου αιώνα με υπέροχες αγιογραφίες που έγιναν με δαπάνες των κατοίκων της περιοχής.
Σήμερα στο ψηλό λόφο της Νταμούχαρης μπορεί κανείς να διακρίνει τα λιγοστά απομεινάρια του κάστρου, που αποτελούν μάρτυρες ενός παρελθόντος που δε γνωρίζουμε ακριβώς. Τα τείχη που περιστοιχίζουν το στρόγγυλο και βραχώδη λόφο του κάστρου είναι ακόμη διακριτά. Στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου υπάρχουν κτίσματα και καινούριες επεμβάσεις του περασμένου αιώνα, που δεν έχουν καμία σχέση με την αρχική λειτουργία του οχυρού. Στη Β.Δ. πλευρά και από την πλευρά του λιμανιού της καινούριας Νταμούχαρης, υπάρχει ένα όρθιο κτίσμα και δίπλα του υψώνονται τα ερείπια ενός παλιότερου κτίσματος, του τούρκικου τελωνείου. Τέλος, στην κορυφή του λόφου υψώνονται τα ερείπια και ενός τρίτου κτίσματος.
Στο κέντρο της δυτικής πλευράς του κάστρου, όπου τα τείχη υψώνονται σε πολύ καλή κατάσταση σώζεται κολλημένη σ’αυτά, η παλιά υδατοδεξαμενή του κάστρου σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπίπεδου με διαστάσεις 4 μήκος και ύψος και 2 πλάτος.
Η έκταση στο εσωτερικό του κάστρου είναι καλυμμένη σήμερα με ελιές και πουρνάρια. Εκτός από τα τείχη που είναι διακριτά, είναι ακόμη εμφανείς η δυτική πλευρά του κάστρου, η νοτιοδυτική γωνία του, καθώς και η δεξαμενή του.
Τα τείχη είναι κτισμένα με άνισες ακανόνιστες πέτρες, λαξευμένες με ιδιαίτερη τέχνη και φροντίδα. Η μέθοδος κτισίματος που χρησιμοποιήθηκε είναι η μέθοδος της αργολιθοδομής, όπου ασβεστοκονίαμα ανακατεμένο με θραύσματα κεραμιδιού έχουν χρησιμοποιηθεί ως υλικό συνδέσμου.
Η άγνωστη ζωή του και ιστορία του κάστρου αντανακλώνται στις λίγες τοπικές παραδόσεις των κατοίκων της περιοχής, που αντικατοπτρίζουν κάποιες φορές μερικές αλήθειες. Το κάστρο της Νταμούχαρης δεν αποτελεί απλά ένα κομμάτι του μακρινού παρελθόντος, αλλά ένα ισχυρό οχυρό που κάποτε έζησε ένδοξες στιγμές. Αν και η φθορά του χρόνου είναι μεγάλη, τα απομεινάρια του κάστρου στέκουν εκεί διατηρώντας την επιβλητικότητα και την αγέρωχη έκφρασή τους, έτοιμα να μας διηγηθούν τη δική τους μοναδική ιστορία και να μας ταξιδέψουν σε άλλους καιρούς και άλλες εποχές.


Βιβλιογραφία

Κώστας Λιάπης, «Το κάστρο της Νταμούχαρης», ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΤΟΜΟΣ 11, Βόλος (1995), σελ. 173-190