Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Το φαινόμενο της ανεργίας: μια γενική προσέγγιση


Οι ιστορικές συγκυρίες, καθώς και οι κοινωνικο – οικονομικές και πολιτικές επιλογές του εκάστοτε κράτους, αποτελούν το πλαίσιο αναφοράς στην προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ανεργίας.

Η οικονομική κρίση για μια χώρα έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δυνατοτήτων απασχόλησης του ντόπιου εργατικού δυναμικού και στη συνέχεια την προοδευτική αύξηση του αριθμού των ανέργων.

Η αδυναμία απορρόφησης του ντόπιου εργατικού δυναμικού σε μια χώρα δημιουργεί με τη σειρά της μεγάλες κοινωνικο – οικονομικές επιπτώσεις που δεν μπορούν μακροπρόθεσμα να αποτιμηθούν ως θετικές.

Η υπανάπτυξη και το κλείσιμο των βιομηχανικών και βιοτεχνικών κέντρων έχει ως συνέπεια χιλιάδες θέσεις εργασίας να χάνονται τελείως.

Σε άλλες περιπτώσεις, μεγάλες επιχειρήσουν που υπηρετούν πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες και επικρατούν εις βάρος μικρότερων, καταφέρνουν συνήθως να παίρνουν στα χέρια τους το μονοπώλιο και να κυριαρχούν.

Υπάρχουν επίσης επαγγέλματα που παρατηρείται πολύ συχνά το φαινόμενο του κορεσμού θέσεων εργασίας και η αδυναμία απορρόφησης πλεονάζοντος δυναμικού.

Θα πρέπει να πούμε επίσης ότι δεν είναι λίγες οι φορές που σε μια χώρα συγκεντρώνεται φθηνό εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα τη μείωση του ντόπιου εργατικού δυναμικού της χώρας.

Σε πάρα πολλά κράτη ακόμα, επικρατεί το καθεστώς της αναξιοκρατίας που υποκρύπτει πολιτικά συμφέροντα, δημιουργία πλασματικών προβλημάτων στις επιχειρήσεις και έλλειψη κατάλληλης εργασιακής νομοθεσίας.

Η ανεργία γενικά, θα πρέπει να τονίσουμε, παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά την πορεία ενός οικονομικού κύκλου, καθώς και μεταβολές.

Τα ποσοστά της ανεργίας, επίσης, διαφοροποιούνται σημαντικά από χώρα σε χώρα, οι οποίες μπορεί να εκπροσωπούν ανεπτυγμένες ή μη ανεπτυγμένες οικονομίες. Τέλος, τα ποσοστά ανεργίας διαφέρουν επίσης και μεταξύ διαφορετικών ομάδων ηλικίας, περιοχών και φυλών.

Η αδυναμία απορρόφησης του εργατικού δυναμικού για μια χώρα μπορεί να επιφέρει για την ίδια πολλές εκρηκτικές συνέπειες.

Η χώρα χάνει καταρχήν την οικονομική και κοινωνική ευρωστία και ευημερία της. Η νομισματική σταθερότητα και ροή συναλλάγματος περιορίζεται και ανθίζει η παραοικονομία.

Παρατηρείται επίσης άνιση κατανομή πλούτου, κοινωνικές εντάσεις και χάσματα στις ασύμμετρες σχέσεις εργατών και εργαζομένων, με συνέπεια να δημιουργούνται αντικοινωνικά φαινόμενα που κορυφώνονται με εκδηλώσεις βίας.

Η μη απορρόφηση επίσης του ντόπιου εργατικού δυναμικού μπορεί να οδηγήσει και στο φαινόμενο της μαζικής εξωτερικής μετανάστευσης, που έχει ως αποτέλεσμα τη διαταραχή και το κλονισμό των οικογενειακών σχέσεων ενός τόπου και την αύξηση της υπογεννητικότητας.

Σε ατομικό επίπεδο, τα άτομα που είναι θύματα της ανεργίας βιώνουν το μεγάλο πρόβλημα της επιβίωσης και της κάλυψης των στοιχειωδών αναγκών (τροφή, ένδυση, σπίτι, κτλ). Τα άτομα αυτά διακατέχονται από συναισθήματα μοναξιάς, άγχους και ανασφάλειας, καθώς δεν ικανοποιούν την έμφυτη τάση που έχουν όλοι οι άνθρωποι για δημιουργία και εποικοδόμηση.

Έτσι αυτοί οι άνθρωποι, προκειμένου να βρουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας, υποτάσσονται σε κάθε είδους επιλογές που μπορεί να υποκρύπτουν απειλές και μορφές εκμετάλλευσης και έτσι οι ίδιοι, αδύναμοι να ενσωματωθούν σε μία τέτοιου τύπου κοινωνία, παραμένουν πολλές φορές περιθωριοποιημένοι.

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή της σύγχρονης ιστορίας της, μιας και η ανεργία βρίσκεται ήδη στο προσκήνιο και η οικονομική κρίση λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, αφού αντιπροσωπεύει τα νοικοκυριά και την αγοραστική τους δύναμη και όχι μόνο.

Πρώτα απ’ όλα στην Ελλάδα παρατηρείται μια ανελαστικότητα σε ότι αφορά την αγορά εργασίας, καθώς η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό μερικής απασχόλησης στην Ευρώπη. Αυτό γίνεται γιατί οι εργαζόμενοι σε οργανισμούς θεωρούν τη μερική απασχόληση ως κατώτερη μορφή απασχόλησης και πιστεύουν ότι η διαδοχή της στην Ελλάδα είναι αβέβαιη, λόγω του χαμηλού εισοδήματος που αποφέρει.

Άλλος παράγοντας είναι ο ρόλος των αλλοδαπών – μεταναστών, όπου σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή ένωση, η συμμετοχή των μεταναστών στο εργασιακό δυναμικό της χώρας και ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα για την ελληνική αγορά εργασίας.

Η Ελλάδα επίσης είναι από τις λίγες χώρες που υιοθετεί το θεσμό της υψηλής νομικής προστασίας των εργαζομένων, καθώς η απόλυση προσωπικού αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία και οι νέες προσλήψεις επιφέρουν τεράστιο κόστος.

Οι προοπτικές απασχόλησης επίσης των νέων στην Ελλάδα επηρεάζονται και από τον συνδυασμό του υψηλού μισθολογικού κόστους και του χαμηλού επιπέδου του κατώτατου μισθού. Αυτό έχει ως συνέπεια να παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ανεργίας και στους νέους.

Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι οι δαπάνες στην Ελλάδα στους τομείς ενεργητικής πολιτικής απασχόλησης είναι πολύ μικρές σε σχέση με άλλες χώρες.

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το πρόσφατο ψήφισμα του μνημονίου από την κυβέρνηση που αφορά περικοπές μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κατάργηση επιδόματος πολυτέκνων και επιδόματος ανεργίας, υποδηλώνουν ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και σύνθετο. Το πρόβλημα αυτό στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε θεσμικούς παράγοντες, κυβερνητικές πολιτικές, αλλά και παγιωμένες νοοτροπίες που κυριαρχούν στον ελληνικό χώρο εργασίας.

Η αντιμετώπιση της ανεργίας δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση. Το κράτος οφείλει να συνειδητοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και να αναλάβει την οργάνωση ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου λύσης του προβλήματος.

Η παρουσία ενός συγκροτημένου νομοθετικού πλαισίου που θα θεσμοθετήσει μέτρα αξιοκρατικής επιλογής προσωπικού και που θα στηρίζεται στην ισότητα και στην παροχή ίσων ευκαιριών μόρφωσης, κατάρτισης και ευρέσεως εργασίας κτλ, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη.

Για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα θα πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι ο ανθρώπινος παράγοντας και οι ανάγκες του στην κοινωνία έχει τη μεγαλύτερη σημασία, πέρα από κάθε κυβέρνηση και πολιτικά – μικροκομματικά συμφέροντα που διαβάλλουν τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας της χώρας.

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Ένας μικρός παράδεισος κοντά στην πόλη μας


Ο Βόλος είναι μία από τις λίγες πόλεις στην Ελλάδα που δίνει τη δυνατότητα σε όποιον το επιθυμεί, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο από το κέντρο της πόλης, να έρθει σε επαφή με τη φύση και τον πολιτισμό.

Το καταπράσινο χωριουδάκι του Αγίου Ονουφρίου, που είναι κτισμένο κατά μήκος του χείμαρρου Κραυσίδωνα, αποτελεί μια όαση απαράμιλλης ομορφιάς. Λίγα μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο του Βόλου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει το πανέμορφο αυτό χωριό και την εντυπωσιακή φυσική ομορφιά και να νιώσει αμέσως κομμάτι αυτού του τόπου.

Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του Πηλίου και πήρε το όνομά του από την ερειπωμένη εδώ και αιώνες μονή Οσίου Ονουφρίου. Η συγκεκριμένη μονή προϋπήρχε της μονής οξείας επίσκεψης της Μακρινίτσας και διορίστηκε σ’ αυτήν ως μετόχι από τον κτήτορα της μονής οξείας επίσκεψης, Κωνσταντίνο Μελισσηνό. Σύμφωνα με την παράδοση στην χάρη του Αγίου προσέφευγαν ανύπαντρες γυναίκες για να βρουν τον ιδανικό σύντροφο.

Στο χωριό αναπτύχθηκαν στο παρελθόν πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση του νερού, το οποίο τότε ήταν φυσικά πιο άφθονο και είχε περισσότερη ορμή. Οι δριτσέλες, τα ελαιοτριβεία, οι νερόμυλοι, τα βυρσοδεψία και οι γανωμάτηδες, στηρίζονταν αποκλειστικά στη χρήση και αξιοποίηση του νερού. Η περιοχή παρήγαγε επίσης λάδι, ελιές και κρασί, προϊόντα τα οποία οι κάτοικοι του χωριού διακινούσαν σε όλες τις περιοχές της βόρειας Ελλάδας.

Το χωριό γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση και οικοδομήθηκαν σ’ αυτό αξιόλογες κατοικίες, όπως αρχοντικά και πυργόσπιτα με δύο και τρεις ορόφους τα οποία ανήκαν σε εύπορους εμπόρους και κτηματίες. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το χωριό, όπως και τα περισσότερα χωριά του Πηλίου, λεηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό.

Η περιοχή του Αγίου Ονουφρίου αποτελεί σήμερα έναν μικρό επίγειο παράδεισο, που έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να διατηρήσει την παρθενική του ομορφιά, σε όλο του το μεγαλείο. Τα φιδωτά ανηφορικά δρομάκια που υπάρχουν κατά μήκος του ποταμού, καλούν τον επισκέπτη να τα διασχίσει και να αισθανθεί την απαλή σιγαλιά του δάσους που πλανιέται στην ατμόσφαιρα ή να αφουγκραστεί τον ήχο του γάργαρου νερού και τα τιτιβίσματα των πουλιών, κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των πλατανιών, στο ξέφωτο.

Πέρα όμως από τη φύση που ξεχύνεται με τόση μεγαλοπρέπεια και ομορφιά, εντύπωση και θαυμασμό προκαλεί και το δίτοξο, πέτρινο, τοξωτό γεφύρι του Κάππα, όπως είναι γνωστό, κτισμένο σύμφωνα με τον πηλιορείτικο παραδοσιακό αρχιτεκτονικό ρυθμό, καμωμένο από μεγάλες, ακανόνιστου σχήματους, λαξευμένες πέτρες. Το γεφύρι αυτό συνδέει την πλευρά που βρίσκεται προς το χωριό Σταγιάτες με τον οικισμό του Αγίου Ονουφρίου και είναι κτισμένο σε ένα ειδυλλιακό τοπίο μέσα στην καρδιά του δάσους.

Η περιοχή του Αγίου Ονουφρίου, μια ανάσα μόλις από το Βόλο, αποτελεί πράγματι μια από τις γραφικότερες περιοχές του νομού που σε προκαλεί να την εξερευνήσεις βήμα προς βήμα για να σε μαγέψει με την γοητεία και τη μυστική ομορφιά της.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Πλατεία Ρήγα Φεραίου


Η πλατεία Ρήγα Φεραίου αποτελεί την μεγαλύτερη πλατεία του Βόλου και συμπυκνώνει όλη την ιστορική εξέλιξη της πόλης.

Ο χώρος της πλατείας αποτελούσε στο παρελθόν «διαχωριστική ζώνη» ανάμεσα στο κάστρο και το νέο οικισμό που δημιουργήθηκε το 1840. Αυτήν τη διαχωριστική ταυτότητα ο χώρος την κράτησε και στα επόμενα χρόνια, όπου κατασκευάστηκαν εκεί το εμποροδικείο, οι στρατώνες και το τελωνείο.

Το 1882 σύμφωνα με το νέο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης ο χώρος μετατρέπεται πλέον σε πλατεία και αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα και το σημείο αναφοράς της πόλης.

Η πλατεία, τοποθετημένη δίπλα στο σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι, αποκτά μια ισχυρή χωρική δύναμη και οργανώνεται ακολουθώντας τη διαρκή εξέλιξη της πόλης.

Οι οικονομικές δυσκολίες όμως του δήμου, σε συνδυασμό με σημαντικά γεγονότα, όπως το κύμα των προσφύγων το 1922, ο πόλεμος του 1940 και οι σεισμοί του 1955 επηρέασαν τη συνολική πορεία και την εξέλιξη της περιοχής, καθυστερώντας αρκετά τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό της ανάπτυξης του δημόσιου χώρου.

Το 1890 ανεγείρεται στην ανατολική άκρη της πλατείας, που παρέμενε αδιαμόρφωτη για πολλά χρόνια, το κτίριο του δημοτικού θεάτρου, ενώ η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια που θα έδινε στην πλατεία την απαιτούμενη μορφολογική και αισθητική υπόσταση καταγράφεται το 1931, μετά την αναθεώρηση του σχεδίου πόλης με τα σχέδια του δημάρχου Κ. Καρτάλη. Tα σχέδια αυτά προϋπόθεταν την ανέγερση δημοτικής αγοράς, λουτρών και δημοτικού μεγάρου.

Τελικά κανένα από τα έργα αυτά εκείνο το διάστημα δεν πραγματοποιήθηκε και το 1939 ο δήμος Βόλου αποφασίζει να κατεδαφίσει τους παλιούς στρατώνες που βρίσκονταν σε ερειπώδη πλέον κατάσταση και με τη βοήθεια του αρχιτέκτονα Πάνου Τσολάκη, ξεκινάει η διαδικασία οργάνωσης σχεδίου καλλωπισμού της πλατείας.

Η όλη προσπάθεια αναστέλλεται από την μεσολάβηση του πολέμου και επανέρχεται το 1949 με κάποια τροποποιημένα σχέδια. Τελικά μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1955, ο σχεδιασμός της πλατείας τίθεται υπό νέους όρους.

Ο δήμος Βόλου αποφασίζει την ανοικοδόμηση στην πλατεία οχτώ κτιρίων: του δημαρχείου, του θεάτρου, της λαϊκής βιβλιοθήκης, της φιλαρμονικής, της ΧΑΝ, του ερυθρού σταυρού, των δημοτικών λουτρών και της φρουταγοράς. Με όλες αυτές τις αλλαγές και διαφοροποιήσεις η πλατεία αποκτά πλέον καθαρά μορφολογικά χαρακτηριστικά και διαφορετική σημασία από αυτή που αρχικά της αποδόθηκε.

Ο αρχιτέκτονας Πάνος Τσολάκης το 1958 αναλαμβάνει εκ νέου τη μελέτη διαμόρφωσης της πλατείας και τον Φεβρουάριο του 1960 εγκρίνεται από το υπουργείο δημόσιων έργων πλέον η τροποποίηση του σχεδίου πόλεως στο σημείο της πλατείας και συντάσσεται σχέδιο για την τροποποίησή της.

Το 1972 ολοκληρώνεται η κατασκευή του δημαρχείου και το δημοτικό θέατρο ολοκληρώνεται τον Ιανουάριο του 1989, ενώ τα υπόλοιπα κτίρια που είχαν αποφασιστεί να γίνουν τελικά δεν έγιναν ποτέ.

Η πλατεία με τον καιρό διαμορφώθηκε σε πάρκο, καθώς έγιναν οι αντίστοιχες δενδροφυτεύσεις και πεζόδρομοι και στολίστηκε με αξιόλογα γλυπτά. Με την πάροδο του χρόνου η πλατεία απέκτησε τη δική της φυσιογνωμία και λειτουργικότητα στο χώρο της πόλης, μετά από πολλές και ποικίλες διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης.

Σήμερα η πλατεία – πάρκο του Ρήγα Φεραίου αποτελεί τη μεγαλύτερη πλατεία της πόλης και σχεδιασμένη σύμφωνα με τους προδεγιαγραμμένους τύπους αστικής οργάνωσης καταφέρνει να διατηρήσει πλήρη ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον που αντιπροσωπεύει η ίδια ως πάρκο και το δομημένο περιβάλλον που αποτελεί η πόλη. Στην πολεοδομική διάσταση του Βόλου, η πλατεία του Ρήγα Φεραίου κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ταυτότητα της πόλης, σε μια πόλη που δυστυχώς οι δημόσιοι χώροι και οι πλατείες αποτελούν σπάνιο αγαθό.

Βιβλιογραφία

Βίλμα Χαστάογλου, «Οι περιπέτειες των πλατειών του Βόλου», ΕΝ ΒΟΛΩ (15 Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 2004) σσ. 16-17

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Προβιομηχανικά μνημεία υδραυλικής ενέργειας στη Μαγνησία


Σ’ αντίθεση με τους άλλους τρεις νομούς της Θεσσαλίας, στο νομό Μαγνησίας δεν υπάρχουν μεγάλα ποτάμια και άρα θα μπορούσε εύλογα να πει κανείς ότι θα ήταν ανέφικτη η ανάπτυξη επαγγελμάτων – εργαστηρίων που θα βασίζονταν αποκλειστικά στη χρήση του νερού. Ύστερα όμως από προσεκτική επιτόπια έρευνα, ο συλλογισμός αυτός αποδεικνύεται λανθασμένος, καθώς οι κάτοικοι της Μαγνησίας όχι μόνο οργάνωσαν τις δραστηριότητές τους στηριζόμενοι στη χρήση του νερού, αλλά εκμεταλλεύτηκαν και την υδραυλική ενέργεια, δημιουργώντας πολλές και αξιόλογες κατασκευές.

Οι κάτοικοι της Μαγνησίας και κυρίως του Πηλίου, οργάνωσαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους δίπλα στο φυσικό περιβάλλον και η δύναμη του νερού λειτούργησε ως αρωγός για τη μετέπειτα εξελικτική τους πορεία. Κοντά στα ρυάκια, τις ρεματιές και τα μικρά ποτάμια, δημιουργήθηκαν στο παρελθόν αρκετοί νερόμυλοι, μαντάνια και βυρσοδεψίες, κατασκευές που έκαναν την εμφάνισή τους πριν τη βιομηχανική περίοδο και στήριξαν τη λειτουργία τους στη χρήση φυσικών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Κύριος στόχος δημιουργίας αυτών των εργαστηρίων ήταν η κάλυψη διαφόρων αναγκών και κυρίως της διατροφής, της στέγασης και της ένδυσης.

Έτσι, οι πέντε κατασκευές υδραυλικής ενέργειας που συναντά κανείς στο νομό Μαγνησίας είναι οι εξής: 1) υδροτριβεία ή δριτσέλες, 2) υδρόμυλοι ή νερόμυλοι, 3)υδροκίνητα ελαιοτριβεία ή γαλιάγριες, 4) μαντάνια ή μπατάνια και 5) βυρσοδεψία ή ταμπάκικα.

1) Υδροτριβεία ή δριτσέλες: Η δριτσέλα είχε συνδεθεί με την επεξέργασία ολόμαλλων χοντρών υφαντών του σπιτιού. Η συγκεκριμένη κατασκευή ήταν ένας ξύλινος κάδος σε σχήμα κώνου που αποτελούνταν από σφηνωμένες μεταξύ τους πλανισμένες σανίδες σε σχήμα σφήνας, που δένονταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Επειδή η συνολική κατασκευή θύμιζε βαρέλι, κατασκευάζονταν συνήθως από βαγενά (βαρελά). Το μεγαλύτερο μέρος της κατασκευής βρίσκονταν χωμένο βαθιά στο έδαφος, έτσι ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος υδροροής από την πίεση του νερού. Με την εισαγωγή του νερού στον κάδο δημιουργούνταν στρόβιλοι, οι οποίοι συμπαρέσυραν τα υφαντά στη δίνη τους. Έτσι με την τριβή του νερού τα υφαντά αποκτούσαν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και ήταν πιο αφράτα. Οι νεροτριβές γενικά αποτελούσαν απλές κατασκευές σε σχέση με τις υπόλοιπες υδροκίνητες εγκαταστάσεις και ως προς την κατασκευή, καθώς δε διέθεταν κάποιο μηχανισμό, αλλά και ως προς τη λειτουργία τους γιατί δε χρειάζονταν χειριστή που να τις παρακολουθεί και να τις ρυθμίζει. Στη Μαγνησία νεροτριβές υπήρχαν στη Μακρυνίτσα, στον Αγ. Γεώργιο Νηλείας, στο Νεοχώρι, στο Βελεστίνο και στην Ανάβρα.

2) Υδρόμυλοι ή νερόμυλοι: Στην προβιομηχανική περίοδο το σιτάρι αποτελούσε το βασικό προϊόν για τη διαβίωση του ανθρώπου. Καθώς οι χειρόμυλοι δεν επαρκούσαν στο άλεσμα, η χρήση των νερόμυλων ήταν απολύτως απαραίτητη. Ο νερόμυλος με την οριζόντια φτερωτή ήταν γνωστός στον ελληνικό χώρο από τα βυζαντινά χρόνια και ονομάζονταν «ανατολίτικος». Το κτίσμα του μύλου ήταν συνήθως λιθόκτιστο και διέθετε ένα ορθογώνιο μεγάλο ή μικρό χώρο που χρησίμευε για τη διανυκτέρευση του μυλωνά. Η κατασκευή της στέγης ήταν προσαρμοσμένη στην τοπική αρχιτεκτονική με ξύλινη σκεπή, σκεπασμένη με σχιστολιθικές πλάκες. Στη μια άκρη της κατασκευής βρίσκονταν ο μηχανισμός του νερόμυλου, που αποτελούνταν από τη φτερωτή με τα εξαρτήματά της και το αλεστικό με τις μυλόπετρες και στην άλλη άκρη ήταν ο χώρος όπου γίνονταν οι συναλλαγές. Οι νερόμυλοι είχαν συνήθως ένα ζευγάρι μυλόπετρες ή δύο και σπάνια περισσότερα, ανάλογα με την ποσότητα του νερού. Οι νερόμυλοι μπορεί να αποτελούσαν μόνιμες εγκαταστάσεις, δηλαδή να λειτουργούν όλο το χρόνο ή εποχιακές, όπου σταματούσαν το καλοκαίρι. Τέλος θα πρέπει να πούμε ότι για λόγους οικονομίας οι νερόμυλοι κτίζονταν έτσι ώστε να χρησιμοποιούν διαδοχικά το νερό, κάτι που αποτελούσε το σημαντικότερο πλεονέκτημα της υδροκίνησης, καθώς ο νερόμυλος όσο νερό δε χρειάζονταν δεν το κατανάλωνε, αλλά το παρέδιδε χωρίς καμία φθορά ποσότητας, όπως ακριβώς το είχε παραλάβει. Από τους πιο γνωστούς νερόμυλους στο νομό Μαγνησίας είναι ο νερόμυλος του Καρακίτσου στο Μέγα Ρέμα στον Άνω Βόλο και αυτός του περιβαλλοντικού και πολιτιστικού πάρκου της Ανάβρας, που είναι ανακατασκευασμένος.

3) Βυρσοδεψία ή ταμπάκικα: Τα βυρσοδεψία χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των δερμάτων. Οι κατασκευές των βυρσοδεψιών ήταν λιθόκτιστες και ο αρχιτεκτονικός τους σχεδιασμός ήταν λειτουργικός και εργονομικός. Για την επεξεργασία των δερμάτων χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες νερού, οι οποίες τροφοδοτούσαν μια σειρά από αβαθείς δεξαμενές, στις οποίες γίνονταν η επεξεργασία. Σε πρώτο στάδιο τα δέρματα πλένονταν και αφήνονταν να φουσκώσουν και στη συνέχεια καθαρίζονταν και τοποθετούνταν σε μια άλλη δεξαμενή με νερό και ασβέστη. Τέλος, αφού παρέμεναν αρκετές ώρες σε ένα ειδικό πάγκο όπου στέγνωναν, ακολουθούσαν οι τελικές εργασίες του καλλωπισμού και της συσκευασίας τους. Τα εργαστήρια έπρεπε να είναι ευρύχωρα και ευάερα και να επιτρέπουν τη διέλευση του ηλιακού φωτός, ώστε να στεγνώνουν γρήγορα τα δέρματα. Κύριο βυρσοδεψικό κέντρο αποτελούσε η Μακρυνίτσα, στην οποία έχουν καταγραφεί δεκάξι εργαστήρια, σε ερειπώδη δυστυχώς κατάσταση.

4) Μαντάνια ή μπατάνια: τα μαντάνια χρησίμευαν για την επεξεργασία ενός συγκεκριμένου είδους μάλλινου υφάσματος, του δίμιτου. Το μαντάνι ήταν μια ξύλινη κατασκευή διαστάσεων 4x3x3, που ήταν άλλοτε υπαίθρια και άλλοτε στεγασμένη και αποτελούσε τμήμα υδροκίνητων συγκροτημάτων που περιελάμβαναν νεροτριβές και νερόμυλους. Ήταν μια κατασκευή η οποία κινούνταν με υδατόπτωση και η οποία επέτρεπε μέσω εκκεντροφόρου άξονα τη μετατροπή της περιστροφικής κίνησης της κατακόρυφης φτερωτής σε παλινδρομικές κινήσεις σφυριών. Τα σφυριά, δύο ή τέσσερα, χτυπούσαν το υφαντό, το οποίο συγχρόνως βρέχονταν από το νερό. Οι μικρές αυτές κινήσεις και η τριβή των νημάτων σε συνδυασμό με τη χαμηλή θερμοκρασία που αναπτύσσονταν, είχε ως αποτέλεσμα τα υφαντά αυτά να αποκτούν μια πιο σφιχτοδεμένη υφή και πιο απαλή αφή. Βασικός χειριστής αυτών των κατασκευών ήταν ο μυλωνάς. Ένα από τα πιο γνωστά μαντάνια του νομού είναι αυτό που βρίσκεται στο περιβαλλοντικό και πολιτιστικό πάρκο «Γούλα» στις πηγές της Ανάβρας, που είναι σήμερα ανακατασκευασμένο.

5) Υδροκίνητα ελαιοτριβεία ή γαλιάγριες: Η παραγωγή του ελαιόλαδου βασίζονταν εξ΄ολοκλήρου στον τροποποιημένο νερόμυλο, όπου με τη βοήθεια του νερού επιτυγχάνονταν η περιστροφή του νερόμυλου και η ενέργεια που παράγονταν με τη σειρά της μεταφέρονταν στα μηχανήματα για την παραγωγή του ελαιόλαδου. Η κίνηση του μηχανισμού ήταν καθαρά υδραυλική και το άλεσμα των ελαίων γίνονταν με την περιστροφική κίνηση της μυλόπετρας. Το νερό χρησιμοποιούνταν επίσης και για την πλύση των ελιών, έτσι ώστε να καθαριστούν από τα υπολείμματα της σκόνης. Η χρήση μεγάλης ποσότητας τρεχούμενου νερού ήταν και ο λόγος που πολλά ελαιοτριβεία βρίσκονταν στο παρελθόν στις όχθες ρεματιών, όπου η αέναη ροή των υδάτων εξασφάλιζε συγχρόνως και τη συνολική απορροή των λυμάτων. Το υδροκίνητο λιοτρίβι δούλευε με οριζόντια μικρή φτερωτή ανατολικού τύπου, που αργότερα αντικαταστάθηκε από τις μεγάλες ρωμαϊκού τύπου εξωτερικές κάθετες μεταλλικές φτερωτές, τις λεγόμενες ροδάνες. Αυτός ο τύπος αποτελούσε μια νέα εφεύρεση της βιομηχανικής εποχής, που απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει ήταν η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας νερού. Ένα από τα πιο γνωστά ελαιοτριβεία στο νομό είναι αυτό του Απόστολου Μίχου, στο ομώνυμο και μεγαλύτερο γεφύρι του Πηλίου στη Δράκεια, καθώς και το ελαιοτριβείο Ψυχούλια στη Βυζίτσα.

Οι παλιές αυτές κατασκευές θεωρούνται ιδιαίτερης ζωτικής σημασίας, καθώς αποτελούν μνημεία της προβιομηχανικής τεχνολογίας, αλλά και της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου μας. Σήμερα παραμένουν ερειπωμένα κεφάλαια της ιστορίας μας, καθώς η κρατική μέριμνα για τη συντήρηση, την ανάδειξη και την προβολή αυτών των κατασκευών είναι εντελώς ανύπαρκτη. Τα μνημεία αυτά παραμένουν ωστόσο αψεγάδιαστα τεκμήρια μιας άλλης εποχής και μιας άλλης ζωής πολύ πιο απλής και παραδοσιακής, που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση των φυσικών πηγών ενέργειας.


Βιβλιογραφία

Γεώργιος Γκρασσάς, «Μνημεία προβιομηχανικής χρήσης του νερού και της υδραυλικής ενέργειας στη Μαγνησία», ΕΝ ΒΟΛΩ, (15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004), τριμηνιαία περιοδική έκδοση δήμου Βόλου, Σ.Σ. 92-97

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Τα προσφυγικά σπίτια στη Ν. Ιωνία Βόλου


Με την Μικρασιατική καταστροφή περίπου 1.500.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς, από τους οποίους αρκετοί χιλιάδες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του Βόλου, τον Οκτώβριο του 1922.

Η Μικρασιατική καταστροφή αποτελούσε για το Βόλο μια πρόκληση, στην οποία η πόλη καλούνταν να ανταποκριθεί.

Αυτή η εγκατάσταση των προσφύγων μετέτρεψε το βαθμό αστικοποίησης και τους ρυθμούς της πόλης. Τα 12.000 περίπου άτομα που εγκαταστάθηκαν στο Βόλο, διέμεναν προσωρινά σε δημόσιους χώρους ή κτίρια, που επιτάχθηκαν για αυτό το σκοπό.

Οι αρχικά υποβαθμισμένες συνθήκες στέγασης των προσφύγων σε σκηνές, καπνοθήκες, σχολεία και πρόχειρα καταλύματα, που συνοδεύονταν πολλές φορές από άθλιες μορφές συγκατοίκησης και πολλά προβλήματα (τροφής, ένδυσης, εύρεσης εργασίας, κτλ), θα δώσουν τη θέση τους σε πιο ανθρώπινες. Έτσι, τον Αύγουστο του 1923, γίνεται η οικοδόμηση του προσφυγικού συνοικισμού, ο οποίος χωροθετήθηκε πάνω από τον Κραυσίδωνα, στην «κοιλάδα του Ξηρόκαμπου», όπως ήταν τότε γνωστή.

Από εκείνη τη χρονική περίοδο και μετά παρατηρείται ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες στέγασης των προσφύγων, καθώς έχουμε τώρα τη δημιουργία των πρώτων προσφυγικών σπιτιών, που καλύπτουν πλέον όλες σχεδόν τις βασικές ανάγκες των ατόμων.

Οι τύποι των προσφυγικών σπιτιών που παρατηρούνται εκείνη την περίοδο ήταν πέντε:

1) Τα τετράγωνα σπίτια: τα τετράγωνα σπίτια ήταν τα πρώτα σπίτια των προσφύγων, που χρονολογούνται το Δεκέμβριο του 1924. Τα τετράγωνα οικήματα ακολουθούσαν ένα σχέδιο που περιελάμβανε τετράγωνες ενότητες, όπου στο κέντρο κάθε μίας υπήρχε ένα κοινόχρηστο κτίσμα, γύρω από το οποίο είχαν κτιστεί με μεσοτοιχίες οχτώ ομάδες δωματίων, σχηματίζοντας έτσι ένα τέλειο τετράγωνο.

2) Τα τσιμεντένια σπίτια: τα τσιμεντένια οικήματα χρονολογούνται στο διάστημα 1925-1929 και η ανέγερσή τους έγινε δυτικά της εκκλησίας Ευαγγελίστριας. Τα σπίτια αυτά ήταν κτισμένα από τσιμεντόλιθους και διέθεταν τετράρικτη στέγη. Σε πολλά από αυτά τα σπίτια έχουμε και την προσθήκη ενός πανομοιότυπου ορόφου (διώροφα σπίτια). Οι κατοικίες αυτού του τύπου μπορούσαν να φιλοξενήσουν έως και δύο οικογένειες και ήταν αρκετά άνετες και ευρύχωρες.

3) Τα πέτρινα σπίτια: τα πέτρινα κατασκευάστηκαν δυτικότερα από τα τσιμεντένια και πήραν το όνομά τους από την πέτρα που κυριαρχούσε σε ολόκληρη την τοιχοποιία τους και η εξόρυξη της οποίας γίνονταν από το γειτονικό νταμάρι, που βρίσκονταν στο λεγόμενο Κουφόβουνο. Τα πέτρινα σπίτια αποτελούσαν επίσης αρκετά μεγάλες και όμορφες κατοικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν οικόπεδο.

4) Τα Γερμανικά σπίτια: τα γερμανικά οικήματα χρονολογούνται τον Αύγουστο του 1926 και κτίστηκαν ανατολικότερα από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας, λίγο πιο πέρα από τα τετράγωνα σπίτια. Τα γερμανικά πήραν το όνομά τους από τις γερμανικές πολεοδομικές αποζημιώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, που παραχωρήθηκαν στο κράτος για να γίνουν αυτοί οι οικισμοί. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των σπιτιών ήταν οι λεπτές τσιμεντόπλακες, οι οποίες βίδωναν σε ένα ξύλινο σκελετό. Τα γερμανικά σπίτια μπορούσαν να φιλοξενήσουν έως και τέσσερις οικογένειες.

5) Τα τζαμαλιώτικα σπίτια: τα σπίτια αυτά χρονολογούνται το 1927 και πήραν αυτό το όνομα από την καπναποθήκη του Τζάμαλη (ο Τζάμαλης ήταν τούρκος καπνέμπορος), καθώς αυτή αποτέλεσε την πρώτη κατοικία των προσφύγων. Τα σπίτια αυτά έφταναν έως και τα 30 τμ και διέθεταν μεγάλη κοινόχρηστη αυλή.

Όσον αφορά τις μεθόδους και τα υλικά κατασκευής, τα προσφυγικά σπίτια καλύπτουν όλο σχεδόν το φάσμα των υλικών που μπορεί να συναντήσει κανείς στις ιστορικές κατασκευές. Πολλά κτίσματα είναι φτιαγμένα από ωμές πλίνθους, ενώ στις στέγες κυριαρχεί αρχικά το πισσόχαρτο και στη συνέχεια αντικαταστάται από τα κεραμίδια. Πολλές επίσης μονόροφες ή διώροφες κατασκευές είναι κτισμένες με οπτοπλινθοδομή ή λιθοδομή και διαθέτουν συχνά ξύλινα πατώματα και στέγη. Σε άλλα κτίσματα εντύπωση προκαλούν τα χαρακτηριστικά δίδυμα φουρούσκια και οι εξωτερικές λιθόκτιστες κλίμακες με τα ξύλινα κιγκλιδώματα. Υπάρχουν επίσης και κάποιες μεικτές κατασκευές με οριζόντια στοιχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα και λίθινους τοίχους.

Γενικά, θα λέγαμε ότι τα προσφυγικά σπίτια αποτελούν μέτριες και όχι πολυτελείς κατασκευές, που οικοδομήθηκαν με χαμηλό κόστος, προσφέροντας ωστόσο στους κατοίκους τους μια σχετική άνεση και λειτουργία. Οι πάντα καθαρές και περιποιημένες κατοικίες των προσφύγων φέρουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που τις κάνουν εύκολα προσδιορίσιμες και διακριτές. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι προσφυγικοί οικισμοί αποτελούν μια ακόμη αρχιτεκτονική έκφραση, που διεκδικεί επίμονα τη δική της θέση στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας.

Οι οικισμοί αυτοί αποτελούν ιστορικά τεκμήρια και σημεία αναφοράς της συλλογικής μνήμης του τόπου. Ήταν κατασκευές πλασμένες με ανθρώπινα μέτρα που είχαν ως άμεσο στόχο να διατηρήσουν ζωντανή την κοινωνικότητα, η οποία αποτελούσε το βασικό παλμό ζωής στις γειτονιές εκείνης της εποχής.

Οι πρόσφυγες αποτελούσαν μια αυτόνομη ξεχωριστή δομή, με τους δικούς τους ιδιαίτερους νόμους και τους δικούς τους ρυθμούς και διαδικασίες μετασχηματισμού, με ευαισθησίες και ανάγκες, που κατάφεραν να δημιουργήσουν με την παρουσία τους ένα δικό τους, ιεραρχικά δομημένο σχήμα, που στηρίζονταν στις κοινωνικές σχέσεις.

Οι προσφυγικοί οικισμοί κουβαλούσαν σε όλη την ιστορία τους το σπέρμα του προσωρινού, αφού πάντα οι πρόσφυγες ήταν οι άνθρωποι που οργάνωναν τη ζωή τους πρόχειρα, δημιουργώντας οικισμούς στο περιθώριο της πόλης. Η χωροθέτηση των προσφυγικών οικισμών βρίσκονταν πάντα μακριά από τα βλέμματα των υπόλοιπων κατοίκων του Βόλου.

Σήμερα στη Ν. Ιωνία, αν και έχουν γίνει πολλά έργα αποκατάστασης και ανάπλασης των προσφυγικών σπιτιών, η εικόνα της εγκατάλειψης σε πολλά σημεία της πόλης συνεχίζει να υφίσταται. Ο βαθμός διατήρησης και αποκατάστασης των κτιρίων αποτελεί θέμα μελέτης και έρευνας των υλικών και των κατασκευαστικών μεθόδων εκείνης της περιόδου, οι αλλοιώσεις σε πολλά κτίσματα, ιδιαίτερα στα μη επισκευασμένα, είναι ευτυχώς αναστρέψιμες.

Αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι το γεγονός ότι τα προσφυγικά σπίτια αποτελούν ιστορικά κτίρια και μάρτυρες του παρελθόντος (όπως τα νεοκλασικά κτίρια, κτλ) που θα πρέπει να διατηρηθούν μέσα από μια διαδικασία ανάδειξης των αρχικών τους αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών και αποφυγής των ανεπίτρεπτων κακόγουστων σύγχρονων παρεμβάσεων. Δυστυχώς σήμερα τα σπίτια αυτά αποτελούν τον εύκολο στόχο σε μια διαδικασία κατεδάφισης από εργολάβους και δέχονται καθημερινά ασφυκτικές πιέσεις από τη συνεχής αναπτυσσόμενη λαίλαπα της σύγχρονης οικοδόμησης.


Βιβλιογραφία

Σ. ΧΑΛΑΣΤΡΑΣ, «Η προσφυγούπολη του χθες και οι υποχρεώσεις του σήμερα», ΕΝ ΒΟΛΩ, (15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2004), Σ.Σ. 80-83.